- διαρραγή
- διαρραγή, η (Α)ρήξη, σπάσιμο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διαρραγή — tearing apart fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαρραγῇ — διαράσσω strike through aor subj pass 3rd sg διαρραγή tearing apart fem dat sg (attic epic ionic) διαρρήγνυμι break through aor subj pass 3rd sg διαρρᾱγῇ , διαρρήγνυμι break through aor subj pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαρραγαί — διαρραγή tearing apart fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
MESOMEDES — Cretensis, poeta Adriano principi carissimus, scripsit in laudem Antinoi liberti eius. Suidas. Meminit eius Eusebius quoque in Chron. Μεσομήδης ὁ Κρὴς κιθαρωδικῶν νόμων μουσικὸς ποιητὴς γνωρίζεται, ubi κιθαρῳδικῶν νόμων ποιητης, est canticorum… … Hofmann J. Lexicon universale
διάρρηξη — Με την κυριολεκτική σημασία ο όρος σημαίνει σπάσιμο. Με τη μεταφορική του σημασία σημαίνει διακοπή, ακύρωση. (Νομ.) Η κατάργηση μιας δικαιοπραξίας ή μιας σχέσης. Για τον σκοπό αυτό χρειάζεται να συντρέχουν ορισμένες προϋποθέσεις, καθώς και η… … Dictionary of Greek
διαρραγῇς — διαράσσω strike through aor subj pass 2nd sg διαρραγή tearing apart fem dat pl (epic) διαρρήγνυμι break through aor subj pass 2nd sg διαρρᾱγῇς , διαρρήγνυμι break through aor subj pass 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)